- παραγένηται
- παραγίγνομαιto be besideaor subj mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαρτερώ — προσκαρτερῶ, έω, ΝΜΑ [καρτερῶ] επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.) νεοελλ. δεν χάνω το θάρρος μου αρχ. 1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και τού είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ… … Dictionary of Greek